“Η καλύτερη μέρα της ζωής μου”

Συχνά, οι συναντήσεις της ομάδας εφήβων ξεκινούν με τα νέα των μελών από την εβδομάδα που πέρασε. Δύο συμμετέχουσες μοιράζονται με ενθουσιασμό την πρόσφατη εμπειρία τους ως κοινό στη συναυλία του αγαπημένου τους συγκροτήματος. Η καθεμιά από τις δυο, καθώς μοιράζεται, με τη σειρά επιχειρούν να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που βίωσαν εκεί, τη διαφορά αυτής της εμπειρίας από άλλες και όλα αυτά που έκαναν αυτή τη μέρα “την καλύτερη μέρα της ζωής τους”.

Κατά τη διάρκεια της εφηβείας ο κόσμος των συναισθημάτων γίνεται πιο σύνθετος, καθώς το παιδί βιώνει ταχείες αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα. Η περίοδος από τα 11 έως τα 13 χρόνια αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ της συγκεκριμένης και της αφηρημένης  σκέψης. Απαιτείται αρκετός χρόνος για να μετακινηθεί κανείς από “το άσπρο και το μαύρο” στην εκτίμηση των “αποχρώσεων του γκρι”[1] των συναισθημάτων

“Τι ήταν αυτό που έκανε αυτή τη μέρα ξεχωριστή και τι ήταν αυτό που την έκανε την καλύτερη μέρα της ζωή σου;”

“Δε μπορώ να το εξηγήσω, ήταν σαν κάτι να με συνδέει με όλους αυτούς τους ανθρώπους, αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να κάνω παρέα μαζί τους – ε, βασικά όχι με όλους, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, δεν εννοώ αυτό ακριβώς.”

Η έννοια της κοινότητας και το αίσθημα του ανήκειν είναι εδώ, αλλά όχι συνειδητά. Ενώ ο κόσμος των συναισθημάτων γίνεται πιο σύνθετος, το λεξιλόγιο των μέχρι τώρα βιωμένων εμπειριών δεν μπορεί προς το παρόν να τα αποδώσει στην έκταση και το βάθος τους.

Η κοινότητα, ως νεοεισαχθείσα έννοια τοποθετείται στο κέντρο της σκηνής και συμβολίζεται από μια άδεια καρέκλα. Από τα μέλη ζητείται να σκεφτούν ο καθένας και η καθεμιά ποια είναι η κοινότητα στην οποία επιθυμούν προσωπικά περισσότερο να συμμετέχουν ενεργά αυτή τη στιγμή στη ζωή τους και να την ορίσουν. Στη συνέχεια καλούνται να πάρουν με το σώμα τους την απόσταση που αισθάνονται ότι έχουν αυτή τη στιγμή από αυτή. 

Το κορίτσι στέκεται πολύ κοντά στην καρέκλα και ορίζει ότι η κοινότητα που επιλέγει τώρα είναι αυτή των θαυμαστών του αγαπημένου της συγκροτήματος. 

“Δε θέλω να πω πάλι αυτά που είπα στην αρχή. Θέλω μόνο να πω ότι έχω ανάγκη να βρίσκομαι σε μια κοινότητα. Όχι ότι δε μπορώ μόνη μου, δε μπορώ να το εξηγήσω, αλλά αισθάνομαι καλύτερα όταν ξέρω ότι ανήκω κάπου. […] Το έχω ξανανιώσει αλλά όχι τόσο έντονα.”  

Η αξία της ομάδας έγκειται στο ότι το αποτελεί το υποστηρικτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο φυσιολογικοποιείται η αναπτυσσόμενη εμπειρία των εφήβων που αναζητούν λέξεις και τρόπους για να δώσουν μορφή σε όσα καινούργια αισθάνονται και δημιουργούν. 

[1] Cossa, M. (2006). Rebels with a cause, Jessica Kingsley Publishers London and Philadelphia, σελ. 43